Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Ποιήματα για τη θάλασσα




Η ψαρόβαρκα

Ἔρχετ᾿ ἡ ψαρόβαρκα, ἔρχεται ὁλοΐσια 

πέρα ἀπ᾿ τὸν Ἀσπρόπυργο κι ἀπ᾿ τὰ Πετρονήσια 
σὰ νεράιδα ἀφρόπλαστη, νύφη φτερωτή, 
τὴ χαϊδεύει ὁ μπάτης· 
μύρια πλούτη ἀτίμητα στὴν ποδιὰ κρατεῖ, 
ζηλευτὰ προικιά της.


Ἔρχετ᾿ ἡ ψαρόβαρκα χρυσοστολισμένη, 

ἔρχεται ἀσημόζωστη καὶ ροδοντυμένη, 
τοῦ πελάου ἀρχόντισσα βεργολυγερή, μὲ πολλὰ καμάρια· 
πλούτη καὶ στολίδια της ἔχει καὶ φορεῖ 
τοῦ γιαλοῦ τὰ ψάρια!



                                                                                                                   Γιώργος Δροσίνης 







Γαλήνη

Μὴν τὴν ζητᾷς τὴν Εὐτυχία

Στὴν τρέλλα καὶ στὴν παραζάλη.
Στὴ σιγαλιά, στὴν ἡσυχία,
Ἐκεῖ θὰ βρῇς τὴν Εὐτυχία
Πάναγνη, ἀμόλυντη, μεγάλη.


Ἡ θάλασσα ἡ γαληνεμένη

Τὴν Εὐτυχία ζωγραφίζει:
Ἥμερη, ἀσάλευτη ἀπομένει,
Κι' ἀμίλητη, γαληνεμένη,
Ὁ ἥλιος τὴ χρυσοφωτίζει.




Γ. ΔροσίνηςΓαλήνηΆπαντα Ποίηση (1888−1902),

 α΄ τόμος, επιμ. Γ. Παπακώστας, Αθήνα, Σύλλογος προς
 διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, 1995, σ. 557






Θαλλασινά τραγούδια

Γλυκά φυσά ο μπάτης,
η θάλασσα δροσίζεται,
στα γαλανά νερά της
ο ήλιος καθρεφτίζεται·
και λες πως παίζουν μ’ έρωτα
πετώντας δίχως έννοια
ψαράκια χρυσοφτέρωτα
σε κύματ’ ασημένια.


Στου καραβιού το πλάι
ένα τρελό δελφίνι
γοργόφτερο πετάει
και πίσω μάς αφήνει.
και σαν να καμαρώνεται
της θάλασσας το άτι 
με τους αφρούς του ζώνεται 
και μας γυρνά την πλάτη.


Χιονοπλασμένοι γλάροι,
πόχουν φτερούγια ατίμητα
και για κανένα ψάρι
τα μάτια τους ακοίμητα,
στα ξάρτια τριγυρίζοντας
ακούραστοι πετούνε
ή με χαρά σφυρίζοντας
στο πέλαγος βουτούνε.


Και γύρω καραβάκια
στη θάλασσ’ αρμενίζουν
σαν άσπρα προβατάκια
που βόσκοντας γυρίζουν
με χαρωπά πηδήματα
στους κάμπους όλη μέρα,
κι έχουν βοσκή τα κύματα,
βοσκό τους τον αέρα.


                              Γιώργος Δροσίνης
Λ. Πολίτη, Ποιητική Ανθολογία, τόμ. 6, Δωδώνη








Η θάλασσα και τα ποτάμια


Πῆγαν τὰ ποτάμια

παραπονεμένα
κι εἶπαν τῆς θαλάσσης:
Φέρνομε σ᾿ ἐσένα
ὅλα μας τὰ πλούτη,
ὅλη τη χαρά μας,
ὅλη τη ζωή μας,
ὅλα τὰ νερά μας.
Καὶ γιὰ πληρωμή μας
σὺ τί μᾶς χαρίζεις;
Παίρνεις τὰ νερά μας
καὶ μᾶς τ᾿ ἁρμυρίζεις!

Καὶ τοὺς εἶπ᾿ ἐκείνη:

Πῶς μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω;
Τὰ γλυκὰ νερά σας
πῶς νὰ τὰ φυλάξω;
Εἶμ᾿ ἀπὸ τὴ φύση
ἁρμυρὴ πλασμένη
Κι ἁρμυρὸ κοντά μου
κάθε τί θὰ γένει.
Τὰ παράπονά σας
πάνε στὰ χαμένα.
Θέτε τὸ καλὸ σάς;
φεύγετ᾿ ἀπὸ μένα.



                                      Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου